Μία επίσκεψή μου τις απογευματινές ώρες στα χωριά του όμορφου Δήμου Αμφίπολης με έφερε μπροστά στην τραγική κατάσταση, που αρκετές φορές άκουσα να περιγράφουν οι κάτοικοι των χωριών αυτών. «Τα χωριά είναι νεκρά», έλεγαν με πόνο και παράπονο.

Από την κίνηση των αυτοκινήτων στο οδικό δίκτυο άρχισα να καταλαβαίνω την ερημοποίηση της υπαίθρου. Άδειοι δρόμοι σχεδόν χωρίς καθόλου αυτοκίνητα εκεί, όπου κάποτε υπήρχε ζωή και παλμός. Κι όταν αναζήτησα κάποιο άνθρωπο για να μου δείξει το σπίτι του ανθρώπου που έψαχνα, τότε εμπέδωσα την τραγικότητα της ερήμωσης και εγκατάλειψης.

Σπίτια κλειστά, κάποια με μοναδικό φως αυτό της τηλεόρασης, αδέσποτα ζώα πολλά στους δρόμους και σιωπή. Μία φλύαρη σιωπή, που «φώναζε» από κάθε γωνία να μην χαλάσω τον ύπνο της.

Τα χωριά μας αργοπεθαίνουν. Η αύξηση του πετρελαίου και της βενζίνης περιορίζει σημαντικά τις μετακινήσεις μας και βάζει φρένο στις επιθυμίες μας. Επίσης, η συνεχής αύξηση στις τιμές των προϊόντων και των αγαθών αποτρέπει τους πολίτες σε αγορές, περιορίζοντάς τους μόνο στα απολύτως αναγκαία. Ήρθε και η αύξηση του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου για να αρκεστούμε στο λίγο φως, στη λίγη ζέστη, δηλαδή στη … «λίγη ζωή» !

Ο εγκλεισμός μας λόγω κορονοϊού σε συνδυασμό με την ακρίβεια είναι οι κύριες αιτίες, που αποξενωθήκαμε, που περιοριστήκαμε μέσα στα σπίτια μας, που χάσαμε την κοινωνικότητά μας, που ξεχάσαμε ακόμη-ακόμη να χαμογελάμε.

Δύο χρόνια τώρα φορέσαμε τη μάσκα, σκύψαμε το κεφάλι και αφαιρέσαμε από τη ζωή μας τη διασκέδαση, τις συντροφιές, τα ταξίδια. Γιατί όλα αυτά χρειάζονται χρήματα, που μας τα παίρνουν πριν ακόμη προλάβουμε να τα δούμε.

Άποψη: Ιορδάνης Ξανθόπουλος (Φιλόλογος - Δημοσιογράφος)

Διαβάστε επίσης: