Ένα τεράστιο «μανιτάρι» μέσα στις κόκκινες κεραμοσκεπές των προσφυγικών τετρακατοικιών, φάνταζε η πρώτη οικοδομή που χτίστηκε στην οδό Πόντου πριν από περίπου τριάντα(30) χρόνια. Εκεί μεγάλωσα, εκεί έπαιξα, εκεί έκανα φίλους, εκεί πήγα σχολείο, εκεί έζησα.

Εκεί χτύπησα, μάλωσα, γέλασα, έκλαψα, μεγάλωσα. Εκεί είδα να γκρεμίζονται τα περιποιημένα σπίτια με τις αυλές και τα λουλούδια και να «φυτρώνουν» μπροστά, πίσω, δίπλα και παραδίπλα στο δικό μας τεράστιο μανιτάρι άλλα ψηλότερα, μεγαλύτερα κι ομορφότερα.

Θυμάμαι πως κλάψαμε όλα τα παιδιά της γειτονιάς, όταν μία κίτρινη μπουλντόζα έφαγε την αλάνα, που συνηθίζαμε να παίζουμε μπάλα. Θυμάμαι ότι μαζευόμασταν όλοι οι φίλοι και κοιτάζαμε με φόβο και δέος την τεράστια τρύπα, που άνοιγαν οι εργάτες για να στερεώσουν τις βάσεις των οικοδομών, για να φυτέψουν ακόμη ένα γιγαντιαίο οικοδόμημα.

Μέσα σε δέκα(10) περίπου χρόνια, η οδός Πόντου, εκεί στην περιοχή της Καλκάνη, μετατράπηκε σε ένα τεράστιο τσιμεντένιο τούνελ, γέμισε θόρυβο και αποξένωση, έκρυψε τον ήλιο και τον ουρανό, μίκρυνε τον ορίζοντά μας.

Καλκάνη, μία όμορφη γειτονιά της πόλης των Σερρών με πολλές φλαμουριές στους δρόμους, με μυρωδιά από το φούρνο με ξύλα στη γωνία, με ανθρώπους πρόσφυγες-Μικρασιάτες, που «ξεπούλησαν τα όνειρά τους στην αντιπαροχή και γέμισαν τσιμέντο τη ματιά τους.

Κείμενο: Ιορδάνης Ξανθόπουλος (Φιλόλογος – Δημοσιογράφος)

Διαβάστε επίσης: