serreslife

Αυτό, που γίνεται πρωινές και απογευματινές ώρες, στα καφέ του πεζόδρομου των Σερρών με τους επαίτες είναι τουλάχιστον ενοχλητικό.
Γέροι, νέοι, παιδιά (κυρίως Ρομά), γυναίκες και άντρες με το χέρι απλωμένο και τη φωνή «κλαίουσα» επιζητούν διακαώς τη συμπόνοια μας μεταφραζόμενη σε ευρώ.



Κι ενώ επιζητάς λίγη χαλάρωση, λίγη διαφυγή από τα προβλήματα της καθημερινότητας, ενώ βγήκες με την παρέα για μια κουβέντα χαλαρή, είσαι αναγκασμένος τουλάχιστον πέντε με έξι φορές να διακόψεις για αν απαντήσεις στον επαίτη που εισβάλλει στις «στιγμές σου» και ζητά να καταστρατηγήσει το χρόνο σου.

Ένα τέτοιο απόγευμα βρέθηκα σε καφετέρια, στον κεντρικό πεζόδρομο και πολύ κοντά στην πλατεία Ελευθερίας, με ένα φίλο και τη ροή της συζήτησής μας διέκοψαν αρκετές φορές «ζήτουλες» φράσεις από άγνωστα πρόσωπα. Παρόλο που μέσα μου «έπαιζε» η αγανάκτηση με την αξιοπρέπεια, δεν έκανα κανένα σχόλιο για το γεγονός ως κοινωνικό φαινόμενο ούτε έδειξα ότι μέσα μου «έβραζα από θυμό». Έχω ως αρχή μου να επιλέγω εγώ πότε και πού θα «ελεήσω».

Αυτό, όμως, που με περίμενε την τελευταία στιγμή, λίγο προτού αναχωρήσουμε, με συντάραξε πραγματικά.
Ευτραφής, γενειοφόρος και νέος άντρας, με φωνή σπασμένη από ντροπή, ίσως και στέρηση, με τόνο αχνό στάθηκε μπροστά μου λέγοντας : «Μια μπίρα να πιω». Σήκωσα τα μάτια μου και τον αναγνώρισα. Συμμαθητής μου από το Λύκειο, λίγο μεγαλύτερός μου σε ηλικία, πότης εξαρτημένος πια, έψαχνε το «θύμα» του για μία μπίρα. Δεν ξέρω εάν με αναγνώρισε!

Σηκώθηκα απότομα να φύγω. «Πνιγόμουν» από συγκίνηση και πανικό μαζί. «Επαίτης από στέρηση», είπα μέσα μου.

Κείμενο : Ιορδάνης Ξανθόπουλος (Φιλόλογος – Δημοσ/φος)

Διαβάστε επίσης: