[Τα τείχη δηλώνουν την επίγνωση του κινδύνου. Όταν ο άνθρωπος αναγνωρίσει την ισχύ του εχθρού τότε θα χτίσει τείχος ισάξιο της ισχύς ετούτης. Είναι οι ογκόλιθοι που συμπληρώνουν τα κενά της ανασφάλειας ή μήπως τα χέρια που τα χτίζουν; ]


Ήταν ημέρα Παρασκευή που η φιλοξενία φίλων αλλοεθνών αφύπνισε τούτη την επιθυμία να γεμίσουμε τη μέρα με μνήμες αρχαιολογικών αλλά και γραφικών εικόνων. Και ξεκινήσαμε έτσι από Θεσσαλονίκη για μια απόσταση σχεδόν 100 χλμ προς το νομό Σερρών.
Καθώς διασχίζαμε τις χρυσόπεπλες πεδιάδες της Ανατολικής Μακεδονίας η μία οδος έγινε «Εννέα Οδοί» ή αλλιώς Αμφίπολη - η πόλη των Ηδωνών που στέκει αγέρωχη, περήφανη στις όχθες του Στρυμόνα εδώ και 3000 τουλάχιστο χρόνια.
Αν και οι πινακίδες επι των κεντρικών δρόμων αρκετά παραπλανητικές καθότι οι αρχαιολογικοί χώροι που σηματοδοτούνται δεν έχουν ανοίξει ακόμη στο κοινό αλλά ούτε και οι δρόμοι δεν είναι σε κατάσταση προς πρόσβαση , αντιλαμβανεσαι από την πρώτη κιόλας στιγμή που πλησιάζεις ότι η περιοχή κατακλύζεται από αρχαιολογικά ευρήματα. Μετά απο μια ολιγόλεπτη μάταιη αναζήτηση, η ελπίδα επανήλθε μετά την καθοδήγηση ντόπιων κατοίκων που με περίσση προθυμία μας υπέδειξαν έναν χώρο προς επίσκεψη - την Ακρόπολη της πόλης.


Ήταν ένας χώρος περιφραγμένος, μια έκταση σε ύψωμα επάνω που καθώς ανεβαίνει προς την είσοδο μια αύρα σε συνεπαίρνει και νιώθεις πως τούτα τα χώματα βαστούν μιαν ιστορία ασήκωτη που σχεδόν προκαλεί καθίζηση στην περηφάνια των Ελλήνων. Κίονες , ψηφιδωτά κάτω απο υπόστεγα προστατευμένα , κομμάτια μάρμαρου διάσπαρτα στο χώμα να κείτονται σχεδόν νεκρά που μόνο η επίσκεψη των τουριστών να τα αναζωογονεί πότε πότε μιας που η ηλικία τους τα καθιστά μοναχικά στο πέρασμα των αιώνων. Μιας ηλικίας που τοποθετείται κάπου στον 5ο ή 6ο αιώνα μ.χ.

Κι έτσι απο ψηλά καθώς η δύση αποχρωμάτιζε τον ορίζοντα μέσα απο τα διάτρητα δέντρα του Παγγαίου , η θέα θαρρείς σε ζάλιζε, σε στριφογύριζε όπως ο αέρας τύλιγε πιο σφιχτά επάνω σου το μαντήλι που φόραγες για να προστατευτείς νωρίτερα από τον θερμό ήλιο. Το μάτι δεν προλάβαινε να εστιάσει και ευθύς ξεπηδούσαν εικόνες με μάχες, ήρωες, ιέρειες θεούς και δαίμονες της ελληνιστικής, ρωμαικής, βυζαντινής εποχής ενώ τριγύρω κοιτούσες πεδιάδες, λόφους, οικοδομήματα, ποτάμια, ταφικούς περίβολους, λιθόχτιστες οικείες, επιτύμβιες στήλες, στρέμματα ολόκληρα αποξήρανσης λιμνών και ποταμών, υπολείμματα γεφυρών, τον περιβόητο λόφο Καστά που πρόσφατα απασχόλησε παγκοσμίως τους ερευνητές για τα μεγαλειώδη ευρήματα του.

Πήραμε το μονοπάτι λίγο πιο κάτω που οδηγεί σε ένα Ελληνιστικό σπίτι που η προστασία του , κεκλιμένων των θυρών , το κατέστησε ανεξίτηλο στο χρόνο να διατηρήσει τα χρώματα της πορφυρής του τεχνοτροπίας και νιώσαμε πανευτυχείς που ο κύριος Νικόλαος, αρχαιοφύλακας της περιοχής, μας ξενάγησε με ιδιαίτερη ευχαρίστηση εξηγώντας λεπτομερώς για τα όσα αντικρίσαμε και ρωτήσαμε.

Κι όπως ο Μέγα Αλέξανδρος ξεκίνησε απο κει με το στόλο του προς το ταξίδι της Ασίας , έτσι κι εμείς κινηθήκαμε ανατολικά αφήνοντας πίσω τα ανάγλυφα μονοπάτια της Αμφίπολης με τον επιβλητικό μαρμάρινο Λέοντα που ετοιμοπόλεμα φυλάσσει την κληρονομιά της γης ετούτης απο τον 4 αιώνα π.χ., να μας αποχαιρετά στο κατώφλι της.

Επόμενος σταθμός η αθέατη τουριστική έκταση των 25.000 τμ με διάσπαρτα ιζήματα χρονολογίας 2.000.000 ετών, ο λόγος για το σπήλαιο Αλιστράτης. Ένα από τα μεγαλύτερα σπήλαια της Ευρώπης με ένα λιθοματικό διάκοσμο πλούσιο σε σταλακτίτες, σταλαγμίτες , τους σπάνιους εκκεντρίτες που αψηφούν τους νόμους της βαρύτητας και μια ποικιλία δημιουργικών σπηλαιοαποθέσεων.


Μας υποδέχτηκε μια μεγαλοπρεπής σήραγγα κατηφορικής κλίμακας οδηγώντας μας στον προθάλαμο κι έπειτα διαδοχικά να ξετυλίγονται μία μία οι αίθουσες αποκαλύπτοντας το σπάνιο και μοναδικό δώρο που η φύση έκρυψε σε τούτη την κρύπτη. Πυρίστακτοι σχηματισμοί πάνω απο τα βλέμματα μας και τα ύψη εντός του σπηλάιου να ποικίλουν. Εμείς σα τυμβωρύχοι να αναζητούμε κρυμμένους θησαυρούς, να τους χορταίνουν οι αισθήσεις μας όλες για να έχουμε να κουβαλήσουμε στο γύρισμο μας το φορτίο της ανακάλυψης. Ήμασταν το τελευταίο γκρουπ που σχεδόν οριακά προλάβαμε να εξασφάλισουμε την είσοδο μας. Και για άλλη μια φορά η Σερραική φιλοξενία μας εξέπληξε. Η ξεναγός μας, η κυρία Σέβη αν και όντας μόνο τρεις εκ των οποίων οι δύο αλλόγλωσσοι δε δίστασε, αφοσιωμένη πάντα στο έργο της, να μεταφράζει και να επικοινωνεί καθόλη τη διάρκεια της ξενάγησης σε 2 γλώσσες.

Βγαίνοντας έξω, τα ποσοστά υγρασίας που άγγιζαν σχεδόν το 90% εντός του σπηλαίου τώρα πια προκαλούσαν μιαν ανεξήγητη θέρμη στο σώμα καθώς αυτό προσπαθούσε να επανέλεθει στις φθινοπωρινές θερμοκρασίες. Μας προσέλκυσε ένα δρομάκι πίσω απο την περίφραξη του προαύλειου χώρου και λίγο πιο κάτω ακολουθήσαμε τη βοή του ανέμου περνώντας πάνω από σιδηροδρομικές ράγες να μας θυμίζουν πως μέσα σε τούτη όλη την πανδαισία της φύσης , ο άνθρωπος πρόσθεσε τη δική του στίξη συνδεόμενη τόσο αρμονικά με το χρυσοπράσινο σύνολο της Σερραικής εξοχής.

Η μαγευτική ελικοειδής αρτηρία νερού που κείτονταν κάτω απο τα βήματα μας έκανε την κατάβαση στα πετρόχτιστα σκαλιά λιγότερο επώδυνη καθώς μας αντάμοιψε με μύριες αποχρώσεις και οσμές του φυσικού πλούτου. Κι εκεί ανάμεσα στο Παγγαίο και το Μενοίκιο όρος, ένα γεφύρι ξεπρόβαλε να συγκολλήσει τα “Στενά Πέτρας” και να προσφέρει δαφνόβρεχτες λήψεις στους φωτογραφικούς φακούς μας.
Στο γυρισμό εγίναμεν μακροβάμονες και κανείς δε γύρισε να κοιτάξει πίσω. Oύτε κανείς μίλησε. Μα σαν κρότος δυνατός οι χαράδρες των δυο βουνών, συμπληγάδες να κλείνουν πίσω μας καθώς μας αποχωρίζονταν μασκαρεμένες με πλατάνια οι πύλες του Άδη- εκεί απ’ όπου ο Πλούτωνας πέρασε την Περσεφόνη στον δικό του κόσμο.

Είχε πια βραδιάσει και το σκοτάδι μας ωθούσε να κινηθούμε προς κάτι πιο κοσμοπολίτικο μακριά πια απο τον εκκωφαντικό ήχο της σιωπής εκεί επάνω στα βουνά των Σερρών. Έτσι η νύχτα μας έληξε πια σε κάποιο σύγχρονο μπαρ της πρωτεύουσας του νομού να νοτίζουμε τις αναμνήσεις με αποτρίμματα της νεφώδης απο εμπειρίες μέρας αυτής .

Φωτεινή Καραμούζη Χαλκιά
Το κείμενο και οι φωτογραφίες στάλθηκαν στο e-mail μας για δημοσίευση στην ιστοσελίδα μας

Διαβάστε επίσης: